- παραρτίδιον
- παραρτ-ίδιον, τό, τοῦ αὐλυδρίου dub. sens. in Mitteis Chr.96.7 (iv A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραρτίδιον — τὸ, Α οικοδομική εγκατάσταση («τοῡ ἀρχιτέκτονος ἐπιθεωροῡντος περὶ τοῡ αὐλυδρίου τὸ παραρτίδιον») … Dictionary of Greek